2 ἄρωμα, -ματος, τό
• Grafía: frec. cod. ἀρο-]
• Prosodia: [ᾰ]
tierra de labranza, labrantío sin cont., S.Fr.75,
εὖ ποιοῦντος κὠφελοῦντος τοῦ θεοῦ τἀρώματαAr.Pax 1158, cf. Luc.Lex.2, Ael.NA 7.8.
εὖ ποιοῦντος κὠφελοῦντος τοῦ θεοῦ τἀρώματαAr.Pax 1158, cf. Luc.Lex.2, Ael.NA 7.8.